|D.D. interviews| |D.D. going out| |D.D. books| |contact D.D.|

9.10.11

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΖΑΚΟΣ: ΕΝΑΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ...

 


       Δεκαετίες τώρα, συγγραφείς και αναγνώστες πασχίζουν να βρουν τον ορισμό του καλλιτέχνη. Άραγε τι σημαίνει, να είναι κανείς μία φύσει και θέσει καλλιτεχνική φυσιογνωμία; Ο μουσικός, που αντλεί την έμπνευσή του, μέσα από τις ανησυχίες που τον ταλανίζουν; Ο ηθοποιός, που ερμηνεύει, ελπίζοντας να αφυπνίσει τη συνείδηση του θεατή; Αυτές, και ακόμα περισσότερες πτυχές του χαρακτήρα του, έρχεται να ξεδιπλώσει ένας, σίγουρα, ευφυής άνθρωπος. Ένας οργισμένος επαναστάτης. Ο Κωνσταντίνος Καζάκος, σε μία κατάθεση ψυχής δίχως προηγούμενο.



Επιμέλεια: Panagiotis Gkoùvas.



“ΗΤΑΝ ΛΑΘΟΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ...”

Ας ξεκινήσουμε με τα παιδικά σας χρόνια. Θα ήθελα να μου περιγράψετε, πώς ήταν να μεγαλώνετε σε ένα περιβάλλον με γονείς, κινηματογραφικούς αστέρες της εποχής;

 Για εμένα ήταν κάτι το φυσιολογικό.  Ήταν αφιερωμένοι σε εμένα, παρόλο που ήταν απασχολημένοι συνεχώς με τις δουλειές τους. Πέρασα πολύ ωραία παιδικά χρόνια. Δεν έζησα τίποτα διαφορετικό σε σχέση με ένα άλλο παιδί, που μπορεί να μην ήταν γνωστοί οι γονείς του.


Μεγαλώνοντας δίπλα στον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη, επηρεαστήκατε  στο να  ακολουθήσετε το χώρο της υποκριτικής;

 Όταν μεγαλώνεις μέσα σε έναν καλλιτεχνικό χώρο, σίγουρα. Ειδικά για εμένα, ήταν πάρα πολύ ευχάριστο να πηγαίνω στο θέατρο. Ήταν η παιδική μου χαρά. Ήταν πολύ όμορφο συναίσθημα! Πολύ γοητευτικός χώρος! Από εκεί και έπειτα ήταν και δική μου ανάγκη να ακολουθήσω κάτι τέτοιο. Όσο και να επηρεάζεσαι από κάτι, όταν είσαι σε ένα χώρο, εάν δε γίνεται μέσα σου το κλικ, χάνεις την επαφή. Από μικρός που ήμουν, με γοήτευε να είμαι μέσα στα καμαρίνια με τους ηθοποιούς, να βλέπω παραστάσεις. Tο γνώρισα από μέσα όλο το θέατρο και μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Επίσης, ήξερα από πολύ μικρός ποιά είναι και τα υπέρ και τα κατά, το έβλεπα από τους γονείς μου. Μία ήταν στα πάνω τους, μία στα κάτω τους. Είναι ένας χώρος πολύ ασταθής. Συνέχεια βάζεις καινούρια στοιχήματα, τα οποία πρέπει να κερδίζεις. Δεν τα κερδίζεις πάντα...


Πότε ήταν η πρώτη στιγμή, που σκεφτήκατε σοβαρά, να ακολουθήσετε την τέχνη της υποκριτικής ως επαγγελματίας;

Ήμουν μπερδεμένος ως νέος, ανάμεσα στο θέατρο και τη μουσική. Τελικά επέλεξα το θέατρο, διότι στη μουσική που ήθελα να κάνω, δεν έβλεπα κάποιο επαγγελματικό μέλλον. Είπα “τώρα τι πας να κάνεις”, γιατί ήμουν ολίγον άγριο νιάτο! Προς heavy metal, hard rock μεριά! Είπα λοιπόν “τι θα κάνεις τώρα, heavy metal στην Ελλάδα;” Οπότε επέλεξα να κάνω θέατρο και να αφήσω τη μουσική ως χόμπι. Ήταν λάθος μου αυτό από την άποψη ότι έπρεπε να κάνω και τα δύο. Και μάλιστα από μικρός. Άφησα τη μουσική για πολλά χρόνια, ωστόσο έπαιζα σε διάφορες μπάντες με φίλους. Να φανταστείς, τόσα χρόνια με έτρωγε το θέμα της μουσικής. Με έτρωγε, με έτρωγε… ώσπου που έφτασα στο σημείο να μην μπορώ διαφορετικά! Το να κάνω κάτι στη μουσική, ήταν εσωτερική ανάγκη πλέον. Και το έκανα τώρα. Το άργησα λίγο! Όμως, κάλλιο αργά παρά ποτέ.


Σπουδάσατε σε μία από τις σημαντικότερες θεατρικές σχολές. Τι βιώματα είχατε, ποιές ήταν οι εμπειρίες σας όσο φοιτούσατε στο Θέατρο Τέχνης, Καρόλου Κουν;

Στο Θέατρο Τέχνης πέρασα δύσκολα, αλλά πολύ ωραία. Δύσκολα λόγω της πολλής δουλειάς, αλλά από την άλλη αυτό ήταν και το ωραίο. Τύχαιναν δηλαδή μήνες, που είχαμε πρόβα το πρωί, σχολή το μεσημέρι και παράσταση το βράδυ, οπότε ζούσαμε εκεί μέσα! Είχαμε καλούς δασκάλους. Είχαμε το σύστημα του Καρόλου Κουν, το οποίο νομίζω ότι προσωπικά, μου ταίριαζε ως ψυχοσύνθεση. Ουσιαστικά τότε επικρατούσαν δύο σχολές: το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Η μητέρα μου είχε πάει στο Εθνικό, ενώ ο πατέρας μου στο Θέατρο Τέχνης! Έτσι όπως εγώ έβλεπα τα πράγματα τότε, ήμουν πιο κοντά στο Θέατρο Τέχνης. Τα πράγματα κυλούσαν πολύ ωραία, μέχρι που μου ήρθε η μεγάλη κεραμίδα: ξαφνικά μαθαίνω, ότι στο δεύτερο χρόνο θα διδάξει στο Θέατρο Τέχνης ο πατέρας μου! Και έτσι είχα τον πατέρα μου καθηγητή... Μου ήταν πολύ περίεργο!


Ο Κώστας Καζάκος ήταν και μαθητής του Καρόλου Κουν.

 Ναι, ήταν από τους πρώτους μαθητές του. Σου μιλώ για πολύ δύσκολα χρόνια τότε.


Υπήρξαν συμφοιτητές σας στη σχολή, που έπειτα έγιναν καταξιωμένοι στο χώρο;

Βέβαια, ήμασταν πολύ καλή τάξη! Ήμασταν συμμαθητές με την Πέγκυ Τρικαλιώτη, με τη Μαρία Πρωτόπαπα. Ο Αιμίλιος Χειλάκης και η Μαριάννα Τουμασάτου ήταν ένα χρόνο μεγαλύτεροι, όμως κάναμε παρέα. Ήμασταν καλή φουρνιά. Με την Αθανασία Καραγιαννοπούλου ήμασταν συμμαθητές, ενώ σήμερα είναι σκηνοθέτης. Μην ξεχάσω κανέναν και μου πουν τίποτα! (γέλια)


Αναφερόμαστε λοιπόν σε μία γενιά μαθητών που κινούνται  πλέον με επιτυχία στο χώρο;

Ναι, ήμασταν μία καλή φουρνιά. Βέβαια, στην τέχνη είναι πολύ προσωπικά τα πράγματα. Μπορεί κάποιος να είναι πολύ καλός στη σχολή, να έχει ταλέντο, όμως μετά να χαθεί. Θα φταίει κι αυτός βέβαια, εάν του συμβεί κάτι τέτοιο. Υπάρχουν άλλοι, που στη σχολή δεν είναι τόσο καλοί και τους βλέπεις μετά να καταφέρνουν πολλά πράγματα, με πολλή δουλειά. Η σχολή λοιπόν δε δείχνει κάτι. Παίρνεις τα εφόδια για να βγεις, να πατήσεις πάνω στο σανίδι. Αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Από εκεί και έπειτα είναι δική σου υπόθεση.



“ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ”

Από αυτό το σημείο, ο Κωνσταντίνος Καζάκος αποκτά μία συγκεκριμένη πορεία. Παρουσιάζει ένα διακριτικό προφίλ, χωρίς συνεχή παρουσία στα media, χωρίς πολλές συνεντεύξεις, κόντρα στο ρεύμα της εποχής. Η στάση αυτή είναι προσωπική επιλογή;

Φυσικά, πρόκειται για επιλογή. Βέβαια το έχω πληρώσει αυτό, αρκετά.  Πλήρωσα ας πούμε το θέμα των Δημοσίων Σχέσεων, που ποτέ δεν είχα. Ποτέ δεν ήθελα να απασχολώ τα μέσα με την προσωπική μου ζωή, ήθελα να τα απασχολώ μόνο με τη δουλειά μου. Ε, λοιπόν, γινόμουν καμιά φορά αντιπαθής και φαινόμουν σνομπ. Εγώ όμως τα έχω καλά με τον εαυτό μου...Και, τι δηλαδή; Να απασχολώ τον κόσμο με βλακείες όπως: τι τρώω το πρωί όταν ξυπνάω, πού επιλέγω να φάω, ποια μαγαζιά μου αρέσουν; Είναι πράγματα όμως, τα οποία έχουν πέραση. Ο κόσμος θέλει να μαθαίνει και τέλος πάντων, πρέπει να διατηρείς μία ισορροπία. Και στο θέμα των κύκλων μέσα στη δουλειά, ποτέ δεν ήθελα να μιλώ με άτομα μόνο και μόνο επειδή πρέπει. Δεν μπήκα ποτέ σε παρεάκια σκηνοθετών, συγγραφέων, ανθρώπων που θα σου έδιναν δουλειά. Βέβαια και αυτό το πλήρωσα. Αλλά από την άλλη, είμαι καλά με τον εαυτό μου. Ξέρω, ότι δεν έχω κάνει παραχωρήσεις άλλου τύπου...


Πώς κρίνετε το σύγχρονο θέατρο, όπως αυτό εξελίσσεται σήμερα;

Στην Ελλάδα, έχουμε την τύχη να διαθέτουμε πολύ καλό υλικό και πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς. Οι ήδη υπάρχοντες ηθοποιοί είναι σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο, όμως η νέα γενιά, είναι ακόμα καλύτερη. Είναι πολύ προικισμένα άτομα. Ξέρουν, να τραγουδούν, να χορεύουν, να παίζουν, να κάνουν χίλια δυο πράγματα! Το πιστεύω αυτό! Εκεί που πάσχουμε - και εγώ διαφωνώ κάθετα - είναι στο όλο σύστημα που επικρατεί αυτή τη στιγμή. Σύμφωνα με αυτό, το θέατρο είναι το βασίλειο του σκηνοθέτη. Όμως, όχι! Το θέατρο δυστυχώς ή ευτυχώς δεν είναι το βασίλειο του σκηνοθέτη, είναι το βασίλειο του ηθοποιού! Το σινεμά και η τηλεόραση είναι το βασίλειο του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης πρέπει να υπάρχει, για να υπηρετεί τον ηθοποιό και να τον βοηθά, να βγάζει ότι καλύτερο έχει! Γίνονται τα χιλιάδες εκτρώματα! Βλέπουμε παραστάσεις που δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα, επειδή ο σκηνοθέτης έχει “τη δική του άποψη”.  Δε μας ενδιαφέρει η άποψη του σκηνοθέτη! Μας ενδιαφέρει να δούμε μία παράσταση, ένα έργο. Δεν μπορεί να παίζεις έναν Shakespeare και να του αλλάζεις τα φώτα, για να πεις εσύ την άποψή σου. Πήγαινε και γράψε ένα άλλο έργο αν θες! Δεν μπορεί να παίρνεις κλασσικά κείμενα και να τα κατακρεουργείς διότι αυτό είναι άκρατος κομπλεξισμός, και δυστυχώς έχει επικρατήσει και στις μεγάλες κρατικές σκηνές και στα μικρά θέατρα. 
Είχα την τύχη να δουλέψω με σπουδαίους σκηνοθέτες. Είχα την τύχη να δουλέψω με τον Jules Dassin. Να με σκηνοθετήσει, στο “Θάνατο του εμποράκου”, νεαρό τότε, το 1994. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω το Βολανάκη να σκηνοθετεί. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τον Oleg Efremov να σκηνοθετεί. Και έβλεπα πώς αντιμετώπιζαν τους ηθοποιούς τους. Με άκρατο σεβασμό! Δεν υπήρχε περίπτωση να μου πει ποτέ ο Jules Dassin - ακόμα και εμένα που ήμουν δύο ή τρία χρόνια ηθοποιός - που ήταν τεράστιος καλλιτέχνης, “αυτό, θα το κάνεις έτσι”.
Δημοκρατία στο θέατρο δεν υπάρχει. Κάποιος πρέπει να είναι αρχηγός, αλλά πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και τις γνώμες των άλλων.
Οι σκηνοθέτες έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα: σε αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους αυτοκράτορες και προχωρούν έτσι και σε άλλους που ξέρουν τη θέση τους, ξέρουν ποια είναι η δουλειά τους στο θέατρο, και προχωρούν κι αυτοί ανάλογα. Ε, εγώ είμαι με τους δεύτερους. Συγνώμη, αλλά τι να κάνω;



Σχετικά με την τηλεόραση... Πώς κρίνετε την πορεία της στα χρόνια που διανύουμε;

Από άποψη δουλειάς, περάσαμε μία χρυσή εποχή. Έπειτα περάσαμε μία εποχή του χαλκού, μία αργυρή εποχή, ενώ τώρα είμαστε στην εποχή της πέτρας. Γυρίσαμε πάλι στην εποχή των σπηλαίων. Η αλήθεια είναι, ότι δεν υφίσταται η τηλεόραση τώρα πια. Έγιναν τέσσερα ή πέντε σίριαλ φέτος, εάν δεν κάνω λάθος. Το 90% των ηθοποιών έχασε τη δουλειά του. Παίρνουμε τα τούρκικα και παίζουμε τα τούρκικα… Η τηλεόραση έχει πολλά καλά και πολλά κακά. Συνήθως όμως, μόνο μέτριες δουλειές προβάλλονται. Λίγες είναι οι καλές δουλειές και όταν αυτές γίνονται, αμέσως ξεχωρίζουν. Όπως “Το Νησί”. Ή ας πούμε η “Βέρα στο Δεξί”, που είχα τη χαρά να παίξω το 2005. Είναι όμως η εξαίρεση στον κανόνα, γιατί οι περισσότερες σειρές γίνονται στο πόδι.



Η εμπειρία σας από τη “Βέρα στο Δεξί”;

Ήταν ένα καθημερινό σίριαλ που άλλαξε τα δεδομένα στην ελληνική τηλεόραση. Κρυβόταν πίσω του ένα πάρα πολύ καλό και δυνατό συγγραφικό δίδυμο, η Έλενα Ακρίτα και ο Γιώργος Κυρίτσης. Είχαμε ένα καλό σενάριο που είναι το βασικό! Γιατί εκεί πάσχουμε στην Ελλάδα. Πρωτότυπα σενάρια, δεν υπάρχουν. Είχαμε λοιπόν ένα δυνατό σενάριο, καλούς σκηνοθέτες, πολύ καλή παραγωγή και πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς. Ήμουν πολύ τυχερός, που ήμουν σε αυτή τη δουλειά.



“ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΕΙΣ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΧΘΡΟΣ ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ...”

Η ενασχόλησή σας με τη μουσική;

Ξεκίνησα να κάνω μαθήματα κλασσικής κιθάρας στα δώδεκα με δεκατρία, περίπου για δύο χρόνια. Ήθελα να παίζω όμως άλλα πράγματα. Αγόρασα λοιπόν μία μεταχειρισμένη ηλεκτρική κιθάρα από το Αιγάλεω στην τιμή των 5.000 δραχμών και μάλιστα την είχα βρει σε αγγελία. Πήρα έναν παλιό ενισχυτή από το θέατρο, δύο ηχεία και έναν άλλον προενισχυτή, που έβγαλα από ένα παλιό ραδιόφωνο και έκανα μέσα πατέντες, για να παίζει! Μετά είδαν οι δικοί μου ότι μου άρεσε και ότι αυτό ήθελα να κάνω, οπότε μου αγόρασαν έναν κανονικό ενισχυτή! (γέλια)
Μπήκα τότε στο σχολικό συγκρότημα, στα “Αχτύπητα Φιλέτα” και πέρασα πάρα πολύ ωραία σχολικά χρόνια ως κιθαρίστας, στο ροκ συγκρότημα του σχολείου. Ήμασταν οι καλύτεροι, από τα τότε σχολικά συγκροτήματα.  Είχαμε κάνει μάλιστα συναυλία στην Ομόνοια τις Απόκριες. Θυμάμαι είχε  πολύ κόσμο... Τότε ανοίξαμε το πρόγραμμα για τον Παπακωνσταντίνου και τον  Μπουλά. Το θυμούνται και οι ίδιοι!
Έπειτα ήμουν στην ορχήστρα του στρατού, πολύ ωραία κι εκεί! Αφότου τελείωσα και πήγα στο Θέατρο Τέχνης, παράλληλα έπαιζα σε διάφορα συγκροτήματα, ώσπου το άφησα για καμιά δεκαπενταριά χρόνια περίπου.
Ξεκίνησα πάλι πριν από εφτά με οχτώ χρόνια να παίζω με μπάντες. Μέχρι τότε, έπαιζα στο σπίτι με φίλους που έρχονταν και τζαμάραμε. Κάποια στιγμή, πάνω στο “παίζε παίζε παίζε”, βγήκε όλο το παρελθόν στην επιφάνεια και λέω “όχι ρε γαμώτο  πρέπει να κάνω κάτι”. Ήταν εσωτερική ανάγκη πια, να εκφραστώ ως Κωνσταντίνος Καζάκος μέσα από τη μουσική μου.


Τα μουσικά σας ακούσματα;

Όλα τα ακούσματά μου, αυτά τα χρόνια είναι ξένα. Από ελληνικά άκουγα ρεμπέτικα. Είναι αυτό που λένε, ότι τα ρεμπέτικα είναι τα ελληνικά blues. Ρεμπέτικα άκουγε ο πατέρας μου. Μου έβαζε Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου και έλεγα “Ήμαρτον, κάτσε να ακούσουμε και λίγο Rolling Stones!”
Τα ακούσματά μου από ελληνική μουσική ήταν αυτά, καθώς και ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, άντε και λίγο Χατζιδάκις, μέχρι εκεί... Τα λαϊκά δε μου άρεσαν ποτέ. Μπορώ να τα ακούσω και να κάνω κέφι, εάν είμαι με παρέα αλλά δε θα ακούσω ποτέ λαϊκά στο σπίτι μου.  Επίσης άκουγα κλασσική μουσική.
Δεν υπάρχουν πάντως για μένα ταμπέλες στη μουσική. Υπάρχει καλή και κακή μουσική. Εάν δεις το CD μου, έχει blues rock, hard rock και ξαφνικά ένα reaggae.  Δε θέλω να μπω σε κάποιο κουτάκι ότι “αυτός είναι heavy metal-άς” ή “αυτός παίζει μόνο blues”. Τα κάνω όλα! Είναι θέμα διάθεσης.


Μιλήστε μου για τις συνεργασίες που περιέχει το “Είμαι Εγώ”.

Το ότι ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δέχτηκε να συμμετέχει στο δίσκο είναι παράσημο για εμένα.  Δεν το κάνει τυχαία και δεν το κάνει γενικώς. Το ίδιο και ο Δημήτρης Σταρόβας με τον οποίο είμαστε φίλοι.  Άλλωστε με τη μουσική δεν μπορείς να πεις ότι είσαι εχθρός με κάποιον! Ειδικά με το Δημήτρη, που είναι και ηθοποιός και φοβερός κιθαρίστας. Πολλοί τον ξέρουν μόνο ως ηθοποιό, άλλοι τον ξέρουν μόνο ως μάγειρα, ή ως κάτι άλλο. Είναι πολυτάλαντος! (γέλια) Λοιπόν, αυτός έπαιξε κιθάρα σε δυο κομμάτια και αυτό ήταν μεγάλη μου χαρά.
Ο άλλος μου φίλος, ο Αντώνης Μιτζέλος εκείνη την περίοδο δεν μπορούσε να συμμετέχει στο δίσκο γιατί είχε μία περιπέτεια με την υγεία του. Τώρα βέβαια, παίζουμε μαζί, κάνουμε συναυλίες  και περνάμε πάρα πολύ ωραία!
Είναι παράσημα αυτές οι συνεργασίες λοιπόν, πραγματικά χάρηκα πολύ που τους είχα κοντά μου.


Δε φοβηθήκατε μήπως κάποιοι σας κατακρίνουν για το εγχείρημά σας;

Ξέρεις, θα ήταν πολύ εύκολο οι άνθρωποι του χώρου, οι μουσικοί, να πουν “α, άλλος ένας ηθοποιός που θέλει να γίνει τραγουδιστής”, γιατί υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι τώρα. Απλώς εγώ, δεν είμαι αυτή η περίπτωση. Καταρχάς δεν είμαι τραγουδιστής, είμαι κιθαρίστας. Ένας κιθαρίστας ο οποίος τραγουδάει. Είμαι τραγουδοποιός και στιχουργός. Δεν είμαι ουρανοκατέβατος. Δεν ήρθα να πω ξαφνικά: “από ηθοποιός, μου τη γύρισε και θέλω να κάνω μουσική”. Κάνω μουσική από τα δεκατρία μου. Οπότε δε με αντιμετώπισαν ως ένα ψώνιο που του ήρθε τώρα να κάνει το οτιδήποτε. Αυτό που έκανα, ήταν μία δουλειά, που σε όσους την έχουν ακούσει από το χώρο της μουσικής, έχει κάνει πολύ καλή εντύπωση. Μου λένε “μπράβο μεγάλε, έκανες έναν πολύ ωραίο δίσκο”. Δεν ξέρουμε βέβαια τι τύχη θα έχει αυτός ο δίσκος...Πάντως  η υποστήριξή τους με χαροποιεί ιδιαίτερα.



ΡΟΚΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΛΕΕΙ “ΟΧΙ” ΣΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ...”

Ελληνική δισκογραφία, 2011.  Τα σχόλιά σας...;

Η δισκογραφία στην Ελλάδα πεθαίνει. Οι δισκογραφικές εταιρείες αιμορραγούν. Είναι η σκιά των παλιών εαυτών τους. Έχουν “ξεδοντιαστεί” για την ακρίβεια. Το θέμα στην Ελλάδα είναι ότι τα πράγματα είναι κατευθυνόμενα. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει ούτε ένας σταθμός, που να παίζει καθαρό ελληνικό ροκ, ενώ υπάρχει ένα μεγάλο κοινό για το ελληνικό ροκ. Για την ακρίβεια, το κοινό που υπήρχε παλιότερα, δε χάθηκε ξαφνικά, δεν το κατάπιε καμιά μαύρη τρύπα, απλά κανένα μέσο δεν προωθεί το καθαρό ελληνικό ροκ. Προωθούν μόνο τα εύκολα! Το pop, το πιο χορευτικό, το “χαζό” εάν θέλεις και αυτό γίνεται μαζικά.
Μπορεί να ακούσεις ένα τραγούδι, που να είναι κυριολεκτικά μία πατάτα! Να ακούς και να λες τι … είναι αυτή. Εάν όμως το ακούσεις πενήντα φορές, θα αρχίσεις να το τραγουδάς! Και αυτή εξάλλου είναι η δύναμη του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και των μέσων γενικώς. Προβάλλουν μόνο αυτά που θέλουν να προβάλλουν. Τα υπόλοιπα, τα τρώει η “μαρμάγκα”.  Από τη στιγμή που για να μπεις στο ραδιόφωνο πρέπει να πληρώσεις, για να σε βάλουν και να σε παίζουν στις playlists τους, η κατάσταση είναι τραγική. Αλλιώς σου λένε “ναι δεν έχουμε χρόνο τώρα… μπα δεν είναι τόσο καλό το κομμάτι”. Είναι γελοίο, αλλά αυτό επικρατεί! Ξέρω πολλούς καλλιτέχνες, οι οποίοι πληρώνουν αδρά για να παίζονται τα κομμάτια τους και να έχουν δουλειά.
Τώρα πια η ροκ μουσική δεν έχει άλλο μέσο, μόνη διέξοδος είναι οι εμφανίσεις, τα live που γίνονται και το internet. Δε διακρίνεις ποτέ ελληνόφωνο ροκ σε ραδιόφωνο. Δε θα δεις ποτέ ροκ στην τηλεόραση. Ενώ σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο γίνεται το αντίθετο ακριβώς! Ζούμε μάλιστα μία περίοδο, που ειδικά στη χώρα μας, θα έπρεπε να ευνοείται το ροκ. Δεν το θέλουν όμως! Για συγκεκριμένους λόγους δεν το θέλουν. Ούτως ή άλλως, η ροκ εξ ορισμού είναι κάτι, που πάει κόντρα στο σύστημα. Ο ροκάς είναι αυτός που λέει “όχι” στο αφεντικό. Αυτό λοιπόν, δεν το θέλουν γενικώς στην Ελλάδα. Θέλουν να λέμε όλοι “ναι” στο σύστημα. Γι’ αυτό μας κλείνουν και δεν ακούει κανένας. Ε, αυτό δεν μπορεί να γίνεται!


Αυτός είναι ένας λόγος, που επιλέξατε να κινηθείτε ανεξάρτητα στην παραγωγή του δίσκου;

Έφτιαξα μόνος μου το δίσκο “Είμαι Εγώ”. Τον πλήρωσα εξ ολοκλήρου μόνος μου. Ευτυχώς βρέθηκαν πολλοί φίλοι, που έπαιξαν αφιλοκερδώς. Δεν ήθελα κανέναν να μου πει τι θα κάνω. Κανέναν manager, κανέναν υπεύθυνο δισκογραφικής να μου πει “αυτό είναι πολύ άγριο, για κάνε το πιο cool”. Η απάντησή μου; “Όχι ρε μεγάλε εγώ δε θέλω να το κάνω πιο cool, θέλω να μείνει έτσι!”. Το “Είμαι Εγώ” ταυτίζεται απόλυτα με το ποιός είναι ο Κωνσταντίνος Καζάκος. Τώρα στη μουσική έχω μία αίσθηση ελευθερίας, που δεν την είχα νιώσει ποτέ ξανά, ούτε στο θέατρο...


Το CD πάει καλά σε πωλήσεις;

Τα CD γενικώς δεν πάνε καλά, δεν υπάρχουν πωλήσεις πια. Το να λες “πούλησε το CD”, είναι κάτι που το ακούει ο άλλος και γελάει, γιατί ξέρει ότι δεν υφίσταται. Τα CD πια πουλιούνται μόνο μέσω περιοδικών, εφημερίδων κ.λπ. Oύτως ή άλλως, εγώ δεν το έκανα για να πουλήσει! Δεν είναι  καν εμπορικό. Είναι ελληνικό ροκ, το οποίο δεν παίζεται καν από ραδιόφωνα. Βλέπεις, ακούγονται μόνο pop ή λαϊκά.


Αλήθεια, το οικογενειακό περιβάλλον πώς αντέδρασε στο πρώτο σας δισκογραφικό βήμα;

Ήξεραν, ότι πρόκειται για κάτι που αγαπώ πάρα πολύ. Ο πατέρας μου για παράδειγμα πάντα πίστευε ότι θα γινόμουν μουσικός και όχι ηθοποιός! Οπότε δεν τον εξέπληξα ιδιαίτερα! (γέλια) 


Θα ήθελα να μου δώσετε περισσότερα στοιχεία για τη μουσική του δίσκου...

Μουσικά είναι πολύ καθαρή δουλειά. Περιέχει τρία όργανα στην ουσία: κιθάρα, μπάσο, drums. Είναι ένας δίσκος, που δεν έχει το παραμικρό πλήκτρο μέσα. Τίποτα, μηδέν, κανένα! Υπάρχουν κομμάτια, που μπορεί να ηχογραφήθηκαν με τέσσερις ή πέντε κιθάρες. Υπάρχει ένα κομμάτι που είναι γραμμένο όλο με μία κιθάρα και είναι η μπαλάντα “Είμαι Εγώ”.


Τι επιπλέον σχέδια ετοιμάζετε στο άμεσο μέλλον;

Αυτές τις μέρες βρίσκομαι σε πρόβες. Το χειμώνα, πρόκειται να κάνουμε μία πολύ ωραία παράσταση, την “Παναγία των Παρισίων”. Ένα musical στο οποίο υποδύομαι τον καμπούρη “Κουασιμόδο”, με “Εσμεράλδα” τη Μαρία Κορινθίου. Ο κακός ιερέας θα είναι ο Κοσμάς Ζαχάρωφ, ενώ στη σκηνοθεσία βρίσκεται ο Χάρης Βορκάς. Η παράσταση θα ανεβεί στο θέατρο “Ορφέας” στη στοά, στην Πανεπιστημίου. Είναι σε μουσική Σταύρου Νιάρχου, στίχους Άρη Δαβαράκη και χορογραφίες Όλιας Στεφανίδου. Φαντάζομαι θα ξεκινήσουμε το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτώβρη και θα διαρκέσει όλο το χειμώνα. Είναι σε κλασσική μουσική, με λιμπρέτο, γραμμένο επάνω στη ροή. Το πρωί μάλιστα, θα παίζεται ως παιδική παράσταση με άλλο cast, γιατί είναι εξαίρετο και ως παιδικό, πέρα από δράμα του Βίκτωρος Ουγκώ! Εκεί βρίσκομαι σε άγνωστα νερά, διότι ξαφνικά από εκεί που τραγουδούσα ροκ και blues, θα πρέπει να τραγουδώ άριες τενόρων! Μου είναι λίγο περίεργο αλλά μου αρέσουν πολύ οι προκλήσεις και το έχω πάρει πολύ ζεστά!
Εκτός από τα θεατρικά μου σχέδια, ετοιμάζομαι να παίξω σε μία ταινία μικρού μήκους στην Κύπρο. Έχει κανονιστεί για Νοέμβρη, και το δύσκολο είναι να βρω το χρόνο να ανταπεξέλθω, γιατί θα είμαστε ήδη στο θέατρο. Τα γυρίσματα θα διαρκέσουν για δύο μέρες, και θα σας ενημερώσω σίγουρα!




“ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΜΟΥΝΤΖΑ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΕΝΑΝ CHAVEZ

Ας μιλήσουμε για την πολιτική. Πώς κρίνετε το πολιτικό σύστημα, ειδικά μετά τα πρόσφατα γεγονότα στην πλατεία Συντάγματος;

Κοίταξε, θα είμαι ξεκάθαρος. Έτσι όπως πάμε, δεν υπάρχει καμία προοπτική. Εάν δεν αλλάξουν ριζικά τα πράγματα στην Ελλάδα - και όταν λέω ριζικά, το εννοώ - αυτά που γίνονται, θα συμβαίνουν μόνο για το κακό μας, όπως ήδη γίνεται! Όσο για το κίνημα των “Αγανακτισμένων”, με χαροποίησε μεν, από την άποψη ότι ο κόσμος άρχισε να σκέφτεται λίγο, από την άλλη δεν μπορείς να το κάνεις έτσι, χύμα. Η αντίσταση, δε γίνεται ποτέ χύμα, ειδικά ενάντια στην οργανωμένη εξουσία. Πρέπει να υπάρξει οργάνωση και να εκφραστεί πολιτικά. Εάν δεν εκφραστεί πολιτικά, είναι μία τρύπα στο νερό. Το ότι μαζεύτηκαν τόσες χιλιάδες κόσμου και τους μούντζωναν, το γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια. Τόσα χρόνια το κάνουν, αυτό θα τους πείραζε τώρα; Ούτε το αυτί τους δεν ίδρωσε με αυτό! Πρέπει να υπάρξει οργανωμένη αντίσταση, σε αυτούς που καταστρέφουν τη χώρα μας! Να μην τους αφήσουμε να την κάψουν ολοσχερώς!


Με ποιόν τρόπο δηλαδή, θα μπορούσε να γίνει αυτό εφικτό;

Πρέπει ο κόσμος να αρχίσει να ψάχνει, να μαθαίνει, να διαβάζει, να ενημερώνεται. Να γνωρίσει πώς λειτουργεί το σύστημα, πώς λειτουργούν οι τράπεζες, τι σημαίνει τραπεζίτης, τι σημαίνει τραπεζικό σύστημα και ποιά είναι η Τράπεζα της Ελλάδος… Γιατί λέγεται Τράπεζα της Ελλάδος; Αφού δεν είναι τράπεζα της Ελλάδος! Είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο, ίσως, που εκδίδει το νόμισμά της μία πολυεθνική εταιρία, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, γιατί αυτό είναι! Καθορίζει την οικονομική μας - και όχι μόνο - πολιτική. Μία τράπεζα, η οποία δεν ανήκει στη δικαιοδοσία της χώρας.
Πρέπει να καταλάβει ο κόσμος: ποιός είναι αυτός που έχει το ένα ή το άλλο κανάλι; Τί εταιρίες έχει από πίσω του, ποιά τα συμφέροντά του; Ποιά τα συμφέροντα, αυτού που έχει μία εφημερίδα, και γιατί θέλει να στηρίξει κάποιους συγκεκριμένα; Ή, γιατί θέλει να υποστηρίξει κάποιους, ώστε να περάσει κάποιο νόμο; Γιατί όλα αυτά γίνονται βάσει συμφερόντων.
Στην Ελλάδα, όλα και όλοι είναι πληρωμένοι! Από τους επαγγελματίες πολιτικούς, αυτούς τους ρεμπεσκέδες που έχουμε, μέχρι τον τελευταίο! Δεν είναι δυνατόν, μία χώρα που υποτίθεται ότι είναι δημοκρατική και έχει εφεύρει τη δημοκρατία, να μην έχει στείλει ούτε έναν από αυτούς στη φυλακή! Έπρεπε να έχουν πάει, για εσχάτη προδοσία!  Κι όμως δεν έχει ανοίξει, ούτε ρουθούνι! Και ούτε πρόκειται να ανοίξει. Δεν είναι τυχαίο. Έτσι, είναι το σύστημα. Έτσι, τα έχουν φτιάξει μόνοι τους. Όπως και τους νόμους, ώστε να μην έχουν καμία ευθύνη. Παραγράφονται όλα. Το καπελάκι τους στραβά μετά από μερικά χρόνια και λένε: “Γεια, σας έχουμε γραμμένους στα παλιά μας παπούτσια, έχουμε τα λεφτά μας έξω, να πάτε να πνιγείτε όλοι”. 
Μόνο με επανάσταση μπορούμε μόνο να βγούμε από αυτό το χάος. Επανάσταση με μούντζα όμως δε γίνεται! Χρειαζόμαστε έναν Chavez! Χρειαζόμαστε κάποιον να πει “όξω όλοι οι … από τη χώρα, θα τα κρατικοποιήσω όλα”, να ζήσει η χώρα μας με αυτά που παράγει.  Άσε, που έχουμε διαλύσει την αγροτική μας παραγωγή. Ήμασταν μία αγροτική χώρα και τώρα είμαστε μία χώρα γκαρσονιών!  Και εάν όλα αυτά  δεν μπορούμε να τα διεκδικήσουμε με τον ήρεμο, καλό τρόπο, να τα διεκδικήσουμε με άγριο τρόπο. Γιατί όχι, πρέπει να ανοίξουν και κεφάλια. Να χυθεί αίμα! Πρέπει κάποια στιγμή να ξυπνήσουμε. Είμαστε σαν τα αρνιά που πάνε για σφάξιμο! Σφάζεται το μπροστινό αρνί και εμείς καθόμαστε και κοιτάμε, περιμένοντας τη σειρά μας! Δεν πάει άλλο!


Να υποθέσω, συμμετείχατε στις διαδηλώσεις της πλατείας Συντάγματος;

Είχα κατεβεί δύο-τρεις φορές, δεν μπορώ να πω όμως, ότι με εκφράζει απόλυτα. Μου αρέσει αυτό, γιατί έκανε τον κόσμο να σηκωθεί από τους καναπέδες του, να κατεβεί κάτω, να φωνάξει. Αλλά, αυτό πρέπει να γίνει οργανωμένα. Πρέπει να γίνει με στόχο. Εάν δεν υπάρχει στόχος, όλο αυτό είναι φούμαρα. Όταν για παράδειγμα ετοιμάζονταν στη Βουλή να ψηφίσουν το μεσοπρόθεσμο, που έλεγαν πολλοί “θα κατεβούμε, θα τους …, θα τους …”, έπρεπε να κατεβούν, να τους κλείσουν, να μην περάσεις κανείς! Και αν πήγαιναν αστυνομικοί, να γινόταν χαμός! Όχι να κάνει μόνη της τραμπουκισμούς η αστυνομία, για να διαλύσει το πλήθος, το οποίο και έγινε! Γιατί αυτό ήταν φανερό, αυτή η εικόνα ήταν πολύ αστεία: έβλεπες δεκαπέντε άτομα να πετούν μολότοφ και ξαφνικά να γεμίζει όλο το Σύνταγμα χημικά! Ε, ότι ήταν προβοκάτσια, είναι ηλίου φαεινότερον! Ήταν καθαρά οργανωμένο σχέδιο, για να διαλυθούν αυτοί που ήταν στο Σύνταγμα! Για να φοβηθεί πάλι ο κόσμος, να πει “α επεισόδια, α θα μας σπάσουν τα κεφάλια” να μην κατεβεί ο κόσμος στο δρόμο. Φόβος, φόβος… Θέλουν τον κόσμο φοβισμένο. Λοιπόν ο κόσμος, δεν πρέπει να είναι φοβισμένος, γιατί ο κόσμος έχει τη δύναμη! Όταν το καταλάβει αυτό ο λαός, θα αλλάξουν πολλά. Και ξέρω πολλούς που λένε: “αποκλείεται να κατεβώ σε πορεία, φοβάμαι, θα μας ανοίξουν τα κεφάλια, θα μας σκοτώσουν, θα πεθάνουμε…” Τι θα πεθάνετε ρε! Θα πεθάνετε αν κάτσετε μέσα στα σπίτια σας, στον καναπέ, απλά πεθαίνετε σιγά σιγά!

  

ΑΜΦΙΣΒΗΤΕΙΣΤΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ...”

Αλήθεια, σκέφτεστε να συμμετάσχετε στο μέλλον σε ένα οργανωμένο πολιτικό κίνημα ή κόμμα;

Εάν έβρισκα κάτι που να με εξέφραζε, μπορεί και να το έκανα. Πολιτικό ον είμαι , όχι κομματικό.  Και δε θέλω να γίνω. Προς το παρόν. Δε μου έχει χτυπήσει ακόμα “καμπανάκι” μέσα μου. Με ενδιαφέρει αυτός ο τόπος, , αυτή η χώρα. Μου αρέσει πολύ η Ελλάδα, την αγαπώ, όπως και τους ανθρώπους της. Και έχω τσαντιστεί πολύ, με όλα αυτά που γίνονται! Είμαι οργισμένος και αυτό βγαίνει μέσα και από τη μουσική μου. Αυτή εξάλλου είναι η δουλειά μου, το μέσο μου.
Στην τέχνη αυτό κάνουμε , αφυπνίζουμε συνειδήσεις. Εάν καταφέρουμε εμείς που είμαστε πάνω στη σκηνή, να ανοίξουμε ένα πορτάκι σκέψης στο μυαλό, έστω και ενός θεατή, την κάναμε τη δουλειά μας. Να σκεφτεί ο άλλος: “ρε, μπας και είναι αλλιώς τα πράγματα;” Να βάλεις μία αμφιβολία μέσα σου. Αυτό που θέλω να πω στους νέους, είναι: “Αμφισβητείστε τα πάντα.”.


Ένα τελευταίο μήνυμα, στους ανθρώπους που σας ακολουθούν τόσα χρόνια, καθώς και στους αναγνώστες;

Οφείλουμε πάντα να παλεύουμε για τα “πιστεύω” μας. Να μη μένουμε αδρανείς! Να μη νομίζουμε ποτέ, ότι θα το κάνει κάποιος άλλος αντί για εμάς, αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς! Εμείς, πρέπει να παλεύουμε για αυτά που πιστεύουμε, αλλιώς θα είμαστε έρμαια.