|D.D. interviews| |D.D. going out| |D.D. books| |contact D.D.|

7.11.12

ΕΛΕΝΗ ΖΙΩΓΑ: "ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΟΥΜΕ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΜΑΣ ΦΙΛΟΤΙΜΟ..."






       Η Ελένη Ζιώγα αποτελούσε ανέκαθεν, σπάνια μορφή δημιουργού...
       Ως καλλιτέχνις, σε παρασύρει σε μία διαρκή και αγωνιώδη αναζήτηση, σε όποια μορφή Τέχνης κι αν την ακολουθήσεις. Τα ποιήματα και οι στίχοι της συγκινούν, ακροβατώντας μεταξύ της θέωσης και του αισθητού της πραγματικότητας, δίνοντας στο κοινό την ευκαιρία να περιπλανηθεί μεταξύ ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Δεν είναι τυχαίο, ότι η ίδια επιλέγει να συμμετέχει στις ιστορίες και τα σενάριά της, επιτυγχάνοντας -από διττή θέση πλέον- τη λύση του δράματος με έναν αποσδιόριστα μαγικό τρόπο.
       Σε μία χωρίς τέλος συζήτηση, δηλώνει τη λατρεία της για την Ήπειρο. Ανοίγει τα χαρτιά της και αποκαλύπτει το ντοκουμέντο για τον πατέρα της, Βασίλη Ζιώγα, ενώ εκμυστηρεύεται απόσπασμα από το αρχικό προσχέδιο της τελευταίας θεατρικής της παράστασης, φανερά συγκινημένη. Εξάλλου, η εσωτερική, πάγια και διαρκής ανάγκη για υπαρξιακό προσδιορισμό είναι κάτι που την χαρακτηρίζει και όσο πιο γρήγορα το αντιληφθούμε, τόσο πιο σύντομα θα συμφωνήσουμε μαζί της: Μην κλείνεις τις πόρτες στην ψυχή και το νού σου...


Αποκλειστικά στο D.D.
Επιμέλεια: Panagiotis Gkoùvas. 


       Το φετινό Δεκέμβριο η Ελένη Ζιώγα θα εμφανιστεί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε έναν μονόλογο που έγραψε  η ίδια και τον αφιερώνει στη μνήμη του πατέρα της, θεατρικού συγγραφέα Βασίλη Ζιώγασε σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη και μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα 
       Στο μονόλογο αυτό, που έχει τίτλο «Το Μυστικό της Κυρίας Έλεν», μια γυναίκα μας ανοίγει την «αυλαία» στην πολυκύμαντη και ηρωική ζωή της, που διατρέχει όλα τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας της Ελλάδας κατά τον 20ο αιώνα, αλλά και στην ιδιόμορφη σχέση της με τον συγγραφέα γιο της. Σε αυτό το εγχείρημα θεατρικής συγγραφής, η Ελένη Ζιώγα εκμυστηρεύεται μια αληθινή οικογενειακή ιστορία, εκείνη της γιαγιάς και του πατέρα της. 
       Το κείμενο είναι βασισμένο στο μυθιστόρημα  του Βασίλη Ζιώγα, «Όπως τα κούρντισες Θέ’ μου» («εκδόσεις Καστανιώτη» 1994).








Οι παιδικές αναμνήσεις, γύρω από την Τέχνη; Πως είναι να μεγαλώνει κανείς δίπλα στο συγγραφέα Βασίλη Ζιώγα και την πιανίστα Ελένη Σαράντη;

       Τι να σας πω; Είναι σαν να μεγαλώνεις μέσα σε «φούρνο ιδεών»... 
Μην απορείτε. Πράγματι έτσι νιώθω. Από παιδιά, κι εγώ κι οι αδελφές μου, αναγκαζόμασταν να τρεφόμαστε  με «ιδέες στο φούρνο»! Γιατί για κανονική τροφή μέσα σ΄αυτό το σπίτι, μη συζητάτε... Ούτε για χρήματα, βέβαια! (γέλια)


Θα μας δώσετε μια πιο αναλυτική περιγραφή της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στο σπίτι σας;

       Κοιτάξτε. Σίγουρα δε ζούσαμε σε ένα παραδοσιακό σπίτι. Ήμασταν λίγο ανάποδοι. Σαν τους Ικαριώτες! Όλοι μας κάναμε ησυχία την ημέρα, γιατί ο πατέρας μου κοιμόταν το πρωί και έγραφε το βράδυ. Για να πάμε στο σχολείο το πρωί, διασχίζαμε ένα σαλόνι  -γιατί εκεί έγραφε και κοιμόταν ο πατέρας μου- γεμάτο καπνό, αποτσίγαρα και διάσπαρτες κούπες από νεσκαφέ. Όχι και τόσο υγιεινό περιβάλλον από αναπνευστικής απόψεως, ειδικά για ένα ασθματικό παιδί σαν και μένα... (γέλια). 

       Το απόγευμα πάλι, το σπίτι ήταν γεμάτο από τη μουσική της μητέρας μας που μελετούσε πιάνο. Τότε ήταν κάπως καλύτερα, αλλά ομολογώ ότι θα ήταν ακόμα καλύτερα αν  μας άρεσε  η κλασική μουσική... Πράγμα κομμάτι δύσκολο εδώ που τα λέμε για μικρά παιδιά, ακόμα και αν πρόκειται για γόνους καλλιτεχνών...! (γέλια) 


Διακοπές πηγαίνατε;

       Τα καλοκαίρια επισκεπτόμασταν πολλούς οικογενειακούς φίλους, καλλιτέχνες ως επί το πλείστον στην Ύδρα και σε άλλα «καλλιτεχνικά» νησιά. Εκεί πια , κολυμπούσαμε στις ιδέες...! (γέλια).


Και πώς μπορεί να νιώθει ένα παιδί μεγαλώνοντας σε τέτοιο περιβάλλον;

       Νομίζω πως εξαιτίας της οικογενειακής συνήθειας αισθάνομαι τελικά κι εγώ υποχρεωμένη να σκέφτομαι. Γι' αυτό και  η ισόβια ταλαιπωρία μου -και των άλλων εξαιτίας μου- είναι η αφόρητη, διαρκής ανάγκη μου να αναλύω. Αναλύω. Αναλύω συνέχεια. Βγάζω από τη μύγα ξίγκι σας λέω... Τέτοια κατάσταση.


Γιατί είναι αφόρητη για σας αυτή η κατάσταση; Η σκέψη είναι προσόν.

       Μπορεί να είναι προσόν, από την  άλλη όμως δεν αποφεύγει κανείς το μοιραίο. Σε οδηγεί στον ναρκισσισμό. Και κοιτάτε τι γίνεται και είναι τελείως κωμικό: εκεί που αρχίζεις να αυτοθαυμάζεσαι για τις «σπουδαίες» ιδέες σου, ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι ότι δίπλα σου κυκλοφορούν εκατομμύρια άλλες ιδέες, το ίδιο «σπουδαίες» και  το ίδιο «άχρηστες» με τη δική σου. 
       Νομίζω ότι τη συνήθεια της σκέψης και της  προσωπικής γνώμης την εξαντλήσαμε πια σαν κοινωνία. Εκείνο που έχουμε ανάγκη να ξαναθυμηθούμε είναι η σοφία της σιωπής και της παρατήρησης. Και βέβαια, η ευγένεια και ο σεβασμός στη γνώμη του άλλου .





Μιλήστε μου για τον Βασίλη Ζιώγα.

       Τι μπορώ να σας πω για τον πατέρα μου; Ως προς το συγγραφικό του κομμάτι τα έχουν πει άλλοι πιο ειδικοί από μένα. Ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέως, διεθνούς βεληνεκούς. 
       Επηρεάστηκε από τα παγκόσμια ρεύματα της μεταπολεμικής περιόδου και, ενώ  η αξία του αργότερα αναγνωρίστηκε σε παγκόσμιο επίπεδο -το έργο του διδάσκεται μάλιστα από τα Πανεπιστήμια- ήταν αρκετά παρεξηγημένος, όχι  απ το κοινό, αλλά απ΄ τον ίδιο τον κόσμο του  εγχώριου θεάτρου, στην εποχή του. Πράγμα άδικο όχι μόνο για τον πατέρα μου που τιμούσε ειλικρινά τους συνεργάτες του, όσο για εκείνους που τον περιθωριοποιούσαν πιο πολύ από έναν αδικαιολόγητο φόβο απέναντι στα έργα του.


Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αιρετικός, ως προς το έργο του;

       Δεν θα χρησιμοποιούσα την έκφραση «αιρετικός». Θα έλεγα καλύτερα πως ήταν μια μοναχική και μοναδική περίπτωση καλλιτέχνη. Ένας  αθεράπευτα ρομαντικός οραματιστής ενός ελεύθερου κόσμου. Ένας Δονκιχώτης. Κυνηγούσε το όνειρο. Το πίστευε πολύ περισσότερο απ’ την πραγματικότητα. Εν δυνάμει Πλατωνιστής θα έλεγε κανείς.


Είχε σταθερές πολιτικές πεποιθήσεις;

       Θα έλεγα ότι σαν ελεύθερο πνεύμα που ήταν δεν θα μπορούσε  ποτέ να υποστηρίξει συγκεκριμένα κόμματα και παρατάξεις. Αυτό θα του στερούσε αυτομάτως κάποιο κομμάτι από την ελευθερία του. Δεν ήταν ούτε αριστερός, με τη δογματική έννοια του όρου, ούτε δεξιός, βέβαια. Έδειχνε πως διεκδικούσε το δικαίωμα να πετάει με τη σκέψη του πάνω απ΄ όλα αυτά και να τα κατοπτεύει. Κυρίως τον απασχολούσαν τα υπαρξιακά ζητήματα. Παρ΄ όλα αυτά  ήταν ένας σοφότατος εκτιμητής των πολιτικών δρώμενων. Βαθύτατα Έλληνας. Και πατριώτης...


Τα παιδικά χρόνια της Ελένης, σχετίζονται με τον τόπο καταγωγής του Βασίλη Ζιώγα, την Ήπειρο; 

       Η γιαγιά μου η Ελένη, στην οποία αναφέρεται και ο μονόλογός μου και ο παππούς μου ο Κώστας, οι γονείς  του πατέρα μου δηλαδή, ήταν ένθερμοι ως προς την καταγωγή τους και λάτρευαν τη γη της Ηπείρου και τους ανθρώπους της. 
       Όταν ήμουν παιδάκι με έπαιρναν μαζί τους στα  ταξίδια τους εκεί και έτσι έχω εισπράξει γερή δόση από τη ρωμαλέα  ψυχή της κατά το ήμισυ ιδιαίτερης πατρίδας μου -γιατί η άλλη μισή βρίσκεται στην Πόλη! 


Με ποιο τρόπο ένα παιδί αφομοιώνει την καλλιτεχνική ταυτότητα των γονιών του; Πώς συνεχίζει να δημιουργεί, έχοντας πια αποκτήσει τη δική του φυσιογνωμία;

       Έχω την αίσθηση, μια και με ρωτάτε, πως τελικά από τον πατέρα μου πήρα την τάξη των σκέψεων, την οργανωτικότητα. Και ίσως λίγο απ’ την τόλμη του. 
       Η συναισθηματική ευφυΐα ήταν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της  μητέρας μου, που  τελευταία ευτυχώς ανακαλύπτω και σε εμένα πολλές φορές. Την  αφοπλιστική της αθωότητα, ωστόσο, δε θα είμαι ποτέ ικανή να την κατακτήσω...



“ΔΥΟ ΓΕΝΙΕΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΤΟ LIFESTYLE…”


Μεταξύ υποκριτικής και δημιουργίας, τι επιλέγετε;

Αφήνω τη ζωή να επιλέξει για μένα. Όπου βγει.





Το σύγχρονο θέατρο παράγει πολιτισμό, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα σημερινά δεδομένα;

       Μα το θέατρο πάντα θα παράγει πολιτισμό και ειδικά στη χώρα μας, που το γέννησε. Δυστυχώς, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, το σύστημα τα τελευταία χρόνια δεν επέτρεψε να αναδυθούν νέα ελληνικά έργα, που θα φέρουν ξανά έναν καινούριο λόγο. Και το πρόβλημα μάλλον δεν είναι μόνο δικό μας. Αλλά παγκόσμιο. Οι αιτίες είναι πολλές και κάποιος άλλος, πιο ειδικός, θα είναι  ικανός να σας τις αναλύσει καλύτερα. Όμως, εύχομαι κι ελπίζω  τα πράγματα να αλλάξουν. Να γεννηθεί ένα νέο σύστημα αξιών όπου το θέατρο θα πάρει και πάλι το ρόλο που του ανήκει. Να αναδειχθούν νέες φωνές. Και κυρίως, νέοι συγγραφείς. Γιατί αυτοί αποτελούν την πρώτη ύλη.


Οι σύγχρονοι θεατρικοί ηθοποιοί;

        Μολονότι ως ηθοποιός δεν θα έλεγα πως έχω μεγάλη εμπειρία στο  θέατρο, ωστόσο η γνώμη μου είναι πως  από μόνη της, η υπόθεση της υποκριτικής στο σανίδι είναι συνώνυμη του ηρωισμού. Και ίσως ο πολύς κόσμος να μην το έχει εμπεδώσει αυτό. Για σκεφτείτε το. Στη σκηνή, ο ηθοποιός εκθέτει ολοκληρωτικά ψυχή, μυαλό και σώμα στο κοινό. Δηλαδή, στην ουσία, σε ξένους. Σε ανθρώπους που δεν τους γνωρίζει προσωπικά. Και μέσα απ΄αυτή την άκρως αλτρουιστική αυτο-παράδοση ζητάει να τους κάνει φίλους. Πασχίζει γι αυτό... Γίνεται παρανάλωμα προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, για να τους μεταγγίσει την πεμπτουσία του κειμένου. Είναι φοβερό αν το σκεφτεί κανείς! Απόλυτα ευάλωτος και  χωρίς άμυνες, ένας άνθρωπος πάνω στην κρίσιμη στιγμή της  δημιουργίας του, εμπιστεύεται ολόκληρο το είναι του στους άλλους, εν λευκώ. Δεν είναι συγκινητικό αυτό; Δεν έχει πολλή αγάπη μέσα του;


Και το lifestyle;

       Θου Κύριε! Δύο γενιές ταλαιπωρήθηκαν απ’ αυτό. Ευτυχώς τώρα με την κρίση και την  δίκαια ενοχοποίησή του για την καταστροφή μας, δείχνει να πνέει τα λοίσθια. 
       Θα συμβεί άραγε  το επιθυμητό  μοιραίο; Μακάρι. Ας ευχόμαστε. Με μεγάλη ευχαρίστηση πάντως του κάνω από τώρα το μνημόσυνο... (γέλια)
           

Πόσο δύσκολο είναι για έναν καλλιτέχνη, να αντιμετωπίσει την οξεία κριτική;

       Η κριτική είναι σαν την ατομική ενέργεια. Όποιος την ασκεί απρόσεκτα  μπορεί να σκοτώσει. Αλλιώς μπορεί να βοηθήσει.





“ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΦΙΛΟΤΙΜΟ…”


Οι πρωταγωνίστριες στις σειρές σας, επιχειρούν την επικίνδυνη ισορροπία μεταξύ ενστίκτου και συναισθήματος. Η αγορά και το κοινό της εποχής, πώς αντιμετώπισαν τους  γυναικείους χαρακτήρες που εισήγαγε η σεναριογράφος Ελένη Ζιώγα;

       Οι ρόλοι  που έγραψα και ερμήνευσα στην τηλεόραση  ήταν γυναίκες που θα διάλεγα για φίλες μου -και ευτυχώς έχω τέτοιες φίλες! Δηλαδή  έξυπνες, συναισθηματικές, τίμιες και πολύπαθες. Σύγχρονες ως προς τις διεκδικήσεις τους στη ζωή και την ελευθερία, παλιές ως προς τις βαθιές ανθρώπινες αξίες τους. Αλλά πάνω απ΄όλα γυναίκες με φιλότιμο. Αυτές οι γυναίκες μου αρέσουν.  Αυτό  το φιλότιμο, το τόσο μοναδικό προτέρημα της φυλής μας, που μας έλειψε τα τελευταία χρόνια και που με την κρίση το ξαναβρίσκουμε επιτέλους. Και του ξαναδίνουμε τη θέση που του αρμόζει. Μέσα μας, αλλά και στην επικοινωνία με τους άλλους. 
       Δεν έχω παράπονο. Πολλοί αγάπησαν τις σειρές μου. Άλλοι πάλι όχι. Αλλά έτσι δεν πάει; Δεν μπορούν να μας αγαπάνε όλοι. Αυτή είναι βασική προϋπόθεση πριν ξεκινήσει κανείς να επικοινωνεί την τέχνη του.



…Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΕΛΙΔΑΚΗΣ”


Ας περάσουμε στο κεφάλαιο “κινηματογράφος”. Σας απασχόλησε ποτέ το σινεμά;

       Για κοίτα τώρα... (γέλια).  Να σκεφτείτε πως ήταν βαθιά μου επιθυμία  να κάνω σενάριο για σινεμά πολύ πριν την περίοδο των τηλεοπτικών σειρών, αλλά δε μου δόθηκε η ευκαιρία. Κάποτε, υποβάλαμε μία παλιότερη ιδέα του Νίκου (σημ. Νίκος Κουτελιδάκης, σκηνοθέτης) στο Κέντρο Κινηματογράφου, αλλά δεν ευδοκίμησε. Ήταν η μεταφορά  του διηγήματος “Αγάπη παράνομη”, του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.  Ωστόσο έχω στο συρτάρι  μου κι άλλα όνειρα. Ή μάλλον πολλά όνειρα. Αλλά... τέτοιες ώρες τέτοια λόγια. «Δει, δη, χρημάτων ω άνδρες Αθηναίοι...!».  Και ο κινηματογράφος κακά τα ψέματα, είναι μια ακριβή τέχνη. Μάλλον θα αναγκαστώ για άλλη μια φορά να προσγειωθώ και δεν το θέλω...! (γέλια).
  

Αγαπημένες σας ταινίες απ΄το παρελθόν;

       Κοιτάξτε, στα εφηβικά μου χρόνια, όπως πολλοί νέοι της πρώτης μεταπολιτευτικής εποχής, είχα κάνει το «Στούντιο»,  την «Αλκυονίδα» και την «Έλλη» δεύτερο σπίτι μου. Είδα ταινίες «ων ουκ έστιν αριθμός». Απ΄αυτές για έναν ανεξήγητο λόγο, που θα έχει μάλλον σχέση με την ιδιοσυγκρασία μου, συγκράτησα περισσότερο κάποιες απ΄τις ταινίες του Μπέργκμαν, του Ντράγιερ -ιδιαίτερα ο «Λόγος» του μου έχει αφήσει σημάδι-  «Το δέντρο με τα τσόκαρα» του Όλμι, οι πρώτες ταινίες του Φελίνι,  ο «Πολίτης Κέϊν» και... τί να πω... είναι πολλές, κάποιες ταινίες του αξέχαστου Αγγελόπουλου ακόμα, ειδικά ο «Θίασος» και οι «Μέρες του 36» και άλλες πολλές. Στο παρελθόν, δεν μπορώ να πω, έχω κάνει το χρέος μου σαν θεατής στο σινεμά! (γέλια)


Στο παρόν;

       Και τώρα βλέπω. Όχι με το ίδιο πάθος. Μεγάλωσα κι όλας  και έχω κακομάθει... (γέλια) Δυστυχώς  για μένα, όσο κι αν το προσπαθώ, έχω σταματήσει πια να εκπλήσσομαι κι αυτό είναι άσχημο. Συναντώ πάντως κατά καιρούς και πάλι ταινίες που με συγκινούν.





Σε αυτό το σημείο, ας μιλήσουμε για “Το Τανγκό των Χριστουγέννων” του Νίκου Κουτελιδάκη, μία εξαιρετική παραγωγή  της Village και της N-Orasis την περασμένη χρονιά, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη


       Είχα την εύνοια λόγω συζυγικής σχέσης, αλλά και επειδή έπρεπε να γράψω και τους στίχους για το τραγούδι (σ.σ. «Το ταγκό των Χριστουγέννων»: μουσική - Γιάννος Αιόλου, ερμηνεία - Γιώργος Νταλάρας) να είμαι ο πρώτος άνθρωπος  έξω από τον κύκλο των στενών συνεργατών της ταινίας που  την είδε μετά το μοντάζ.
       Δεν θα υπερβάλω καθόλου κι ας παρεξηγηθώ, να πω πώς αισθάνθηκα: Ένιωσα περήφανη που είχε γίνει ένα τέτοιο κατόρθωμα, μέσα μάλιστα από τόσες δυσκολίες στην πραγμάτωσή του, σε μια τόσο ευαίσθητη και κρίσιμη εποχή για την πατρίδα μας. Δεν θα είναι υπερβολή ακόμα να πω πως ένιωσα και υπερήφανη σαν Ελληνίδα. Μακάρι το ελληνικό σινεμά, μέσα σ΄αυτές τις δυσκολίες, ν΄ανθίσει και να βγάλει με ανάλογες ταινίες και άλλων δημιουργών, τη φωνή της πατρίδας μας στο εξωτερικό. Γιατί το σινεμά μπορεί. Έχουμε ανθρώπους. 





Για τη σκηνοθεσία ειδικά τι θα λέγατε; Χωρίς βέβαια να δεσμεύει την κρίση σας η σχέση  με τον σκηνοθέτη.

       Η γνώμη μου είναι ανεξάρτητη από την προφανή σχέση μου με τον σκηνοθέτη! (γέλια) 
Αλλά λόγω της προφανούς αυτής σχέσης θα προτιμούσα να μην την έλεγα, για να μην κατηγορηθώ για μεροληψία. 


Εμείς πάλι θα προτιμούσαμε να μας πείτε...

       Ε, λοιπόν, να... Τι θέλετε να σας πω...; Πιστεύω πως ο Νίκος δεν έκανε τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο παρά να σκηνοθετήσει με την ψυχή του. 
       Με διακριτικό, συμπαγή και  ταυτόχρονα εκρηκτικό τρόπο, με λεπτούς και αριστοτεχνικούς χειρισμούς διοχετεύει το συναίσθημα των ηρώων  ίσια στην καρδιά του θεατή. Έτσι το εισέπραξα.  Σκηνοθέτησε σεμνά, με πλήρη απουσία  μεγαλόστομου στιλιζαρίσματος και κραυγαλέων εντυπωσιασμών. Αλλά ταυτόχρονα δυναμικά και με εσωτερικό μέγεθος. Σκηνοθέτησε με αγάπη. Κι αυτό είναι τόσο σπάνιο. Όλοι οι ήρωες μέσα εκεί, στη σκοτεινιά της Χούντας, που τόσο χειροπιαστά μας τη δίνει και ο Ξανθούλης στο βιβλίο του, στη στάχτη και στον διάχυτο φόβο, στην πλήξη και τον καταναγκασμό, σαν πουλιά πιασμένα στο δόκανο, πασχίζουν, έστω και αδιέξοδα, ωστόσο δεν παύουν να πασχίζουν  συγκινητικά για την ελευθερία τους.  Ήταν τόσο δυνατή αυτή η αίσθηση που με έκανε κομμάτια. Έκλαιγα με αναφιλητά. Τι να σας πω; Την αλήθεια. Έκλαιγα...


Ο άνθρωπος Νίκος Κουτελιδάκης;

       Είναι  σπάνιος . Είναι  κύριος. Ευγενής. Ονειροπαρμένος. Αθώος μέχρι παρεξηγήσεως. Είναι αυτό που είπατε: άνθρωπος.


2008: Η δολοφονία του Νίκου Σεργιανόπουλου συγκλονίζει το πανελλήνιο. Είχατε συμπρωταγωνιστήσει μαζί του στο « Alma libre». Τι βιώματα αποκτά κανείς δίπλα σε έναν τόσο ευαίσθητο άνθρωπο; Τι γεύση αφήνει ο χαμός του;

       Ήταν ένας εκπληκτικά αισθαντικός ηθοποιός .Ένα βαθύτατα ποιητικό πλάσμα.
Ο Νίκος Σεργιανόπουλος, για όσους τον ήξεραν  και είχαν την διάθεση να κοιτάξουν καλύτερα μέσα του, δεν το έκρυβε πως έπασχε και βασανιζόταν αφόρητα. Και το χειρότερο. Έδειχνε περίεργα αυτάρκης μέσα σ’ αυτόν τον πόνο. Σαν να μην το επιθυμούσε αυτό το λυτρωτικό για πολλούς «χέρι βοήθειας».  Τελικά έφυγε τόσο μαρτυρικά όσο ακριβώς έζησε. Τέτοιοι άνθρωποι μάλλον είναι αυτοί που πάνε στον παράδεισο... Το πιστεύω.   







“ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΒΕΛΗ...”


Το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο σας, “Επιστροφή αλλού”, από τις εκδόσεις Ροές.

       Δεν είναι τίποτα φοβερό. Απλά υλοποιήθηκε επιτέλους η ιδέα να συγκεντρώσω τους στίχους μου, όσοι είναι γνωστοί ως τραγούδια έως τώρα, σε ένα βιβλίο. Πολλοί φίλοι μου και ο Νίκος (σημ. Κουτελιδάκης) με είχαν παροτρύνει να το κάνω, αλλά συνεχώς το ανέβαλλα  για άγνωστη μέχρι στιγμής αιτία! (γέλια) 
       Όταν πια πήρα την απόφαση να το κάνω, έπεσε και η ιδέα να συμπεριλάβω στην έκδοση και κάποια από τα ανέκδοτα ποιήματά μου. Η ποιήτρια Παυλίνα Παμπούδη και ο εκδότης Λευτέρης Καρτάκης, του εκδοτικού οίκου Ροές, με παρότρυναν σ΄ αυτό. Και τώρα τα 'χω όλα μαζεμένα. Καλό είναι αυτό τελικά. Απ’ το να τα ψάχνω εδώ κι εκεί... (γέλια) 





Η προσωπική σας στιχουργική φιλοσοφία;

       Προσπαθώ να γράφω απλά τραγούδια. Κι αυτό γιατί έχω την εμμονή να πιστεύω ότι τα τραγούδια είναι βέλη. Και τα βέλη πρέπει να φτάνουν σε όσο περισσότερους στόχους γίνεται. Δεν ξέρω. Προσωπικά αισθάνομαι πως είναι μια νίκη  για έναν ποιητή  να  καταφέρει να εκμεταλλευτεί την απλότητα των  λέξεων και συνάμα να αναδείξει  τον μύθο τους και τη δυναμική των σχέσεων μεταξύ τους. Αυτό προσπαθώ κι εγώ. Δεν ξέρω αν το καταφέρνω. Αλλά μ’ ευχαριστεί όπως γίνεται.



“Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ…”


Επικεντρώνοντας τις δυνάμεις σας στο νέο σας θεατρικό κείμενο, επιστρέφετε στις ρίζες σας;
           
       Έντεκα χρόνια μετά το χαμό του πατέρα μου, σκεφτόμουν με ποιο τρόπο θα μπορούσα να του αποτίσω έναν φόρο τιμής σαν κόρη του. Κάτι που είχε κάνει και ο ίδιος πριν χρόνια για τη μητέρα του ικανοποιώντας την ίδια ανάγκη κι έγραψε το μυθιστόρημα “Όπως τα κούρντισες Θεέ μου” (εκδ. Καστανιώτη)
       Ξεκίνησα με την πρόθεση να κάνω απλά τη θεατρική προσαρμογή του ίδιου του μυθιστορήματος. Τελικά όμως, με την επίμονη παρότρυνση της καλής μου φίλης και σκηνοθέτιδας της παράστασης Μαριάννας Κάλμπαρη, που στο καλλιτεχνικό της αισθητήριο έχω μεγάλη εμπιστοσύνη, κατέληξα τελικά να γράψω ένα νέο, δικό μου  θεατρικό κείμενο. Στο κείμενο αυτό θα βρει κανείς τις πληροφορίες που χρειάζεται για να εξηγήσει βαθύτερα το σπουδαίο έργο του Βασίλη Ζιώγα. Θα μπορέσει να τον γνωρίσει ως άνθρωπο, όπως τον γνώρισα εγώ. Να δει τη ζωή με το δικό του έκπληκτο βλέμμα, όπως κατάλαβα εγώ ότι την έβλεπε. Να διακρίνει εκείνο το ευαίσθητο παιδί μέσα του, που είδε μπροστά στα μάτια του τον θάνατο στη χειρότερη μορφή του και στοιχειώθηκε απ΄  αυτόν.

       Επί πλέον, μέσα από το κείμενο αυτό, όπως άλλωστε και στο βιβλίο του πατέρα μου, αποκαλύπτονται  ντοκουμέντα για την Ήπειρο και την Ελλάδα κατά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο και το κτηνώδες φέρσιμο της φασιστικής Γερμανίας στο λαό μας. 
        “…και πήγαμε πιο κάτω στα Πράμαντα κι εκεί αρχίσαν οι πραγματικές ταλαιπωρίες. Κάποιο πρωί ξυπνάμε και τι να δούμε, τους Καλαρρύτες, το χωριό απέναντι μες τον καπνό και την αντάρα… Άκουσα ακόμα κι άλλα φριχτά που κάνανε, ότι έχωναν βαμβάκι με βενζίνη στα στόματα των παιδιών, τους βάζανε φωτιά και τα καίγανε οι άτιμοι… Την άλλη μέρα είδαμε και το Συρράκο να καίγεται…” (« Όπως τα κούρντισες Θέ’ μου» Βιώματα και περιγραφές που συγκλονίζουν...


Πιστεύετε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία μια τέτοια αναδρομή, στις μέρες που περνάμε ως έθνος;

       Ειδικά αυτή τη δύσκολη και τραυματική  περίοδο, που στην πολύπαθη πατρίδα μας ζούμε στις συμπληγάδες δύο φασισμών, από τη μια του οικονομικού φασισμού του Κεφαλαίου που μας επιβάλλεται απ΄ έξω και από την άλλη του όψιμου εγχώριου ναζισμού που ξεπηδάει  αναιδώς μέσα απ’ τις ίδιες μας τις στάχτες, την ανείπωτα σκληρή εποχή που το αλληλομίσος έχει διογκωθεί επικίνδυνα, έχουμε, πιστεύω, περισσότερο παρά ποτέ την υποχρέωση να πάμε πίσω στην πρόσφατη Ιστορία μας και να δούμε τα αίτια  της καταστροφής. Τα αίτια που  προκάλεσαν τον εμφύλιο στη χώρα μας. Τα αίτια που προκάλεσαν τον ναζισμό  αλλού. Και να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε μια εφιαλτική επανάληψη.  Γιατί άλλο η δικτατορία  έτσι όπως την  έχουμε βιώσει κι εμείς κάποτε και άλλο -πολύ, ανείπωτα χειρότερο!-  ο ναζισμός. Εκεί είναι μια περιοχή που δεν φτάνει -υγιούς- ανθρώπου ο νους. 


Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει για να το επιτύχουμε;

       Η αλήθεια είναι, πως η κρίση μας έπιασε στον ύπνο. Και πώς αλλιώς θα γινόταν φυσικά. Αν ήμασταν ξύπνιοι δεν θα αφήναμε τη Δημοκρατία μας να κατρακυλήσει μέχρις εκεί που μας έφτασαν.


Τι θα μπορούσε να γίνει δηλαδή;

       Τι να σας πω; Τα πάντα. Να κατεβαίναμε τότε στο Σύνταγμα. Να κάναμε απεργία πείνας  εκεί, μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, για να τους υποχρεώσουμε να περισώσουν την παιδεία μας. Τη γλώσσα μας. Την ιστορία μας. Δεν το κάναμε και έχουμε ευθύνη. Τώρα οι νέες γενιές, στην πλειοψηφία τους, έχουν χάσει κάθε επαφή με τον κύριο συνδετικό τους κρίκο. Την Ιστορία. Με το οντολογικό τους εθνικό υπόβαθρο. Τη γλώσσα. Τώρα δεν ξέρουν τίποτα εκτός απ΄ το  ότι δεν βρίσκουν κανένα νόημα στη ζωή.  Και έχουν όλα τα δίκια να το αισθάνονται. Γιατί εμείς  δεν τους  κληροδοτήσαμε κανένα απολύτως νόημα.
       Έτσι, από τα γήπεδα, το χουλιγκανισμό όπου εξωθήσαμε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό από την νεολαία μας, από την απόλυτη απουσία πολιτικού νοήματος, τους  υποχρεώνουμε ξαφνικά να σταθούν υπεύθυνα μπροστά  στην κάλπη και να ρίξουν τη «σοφή ψήφο» που θα βγάλει  την Ελλάδα από ένα  τραγικό αδιέξοδο. Έπος παραλογισμού, δηλαδή...


Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη σας διέξοδος;

       Αν με ρωτούσατε πριν από μερικούς μήνες  θα σας απαντούσα εντελώς διαφορετικά. Κι αυτό που θα σας απαντήσω τώρα μπορεί μετά από λίγους μήνες να μην σημαίνει τίποτε. Τα γεγονότα εξελίσσονται άναρχα και αστραπιαία. 
       Το μόνο που έχω να πω είναι πως αν οι Ευρωπαίοι δεν καταλάβουν ότι το σχέδιό τους να μας μεταβάλουν με την κατάργηση κάθε εργατικού κεκτημένου σε Κίνα της Ευρώπης, μας οδηγεί μαθηματικά στην εξουθένωση της δημοκρατίας, υπάρχει ορατός κίνδυνος τα πράγματα να  εκτροχιαστούν πολύ σύντομα. 
       Γιατί εδώ πλέον δεν παίζεται η τύχη της Ελλάδας μέσα ή έξω απ΄την Ευρώπη. Εδώ παίζεται κορόνα γράμματα ολόκληρο το στοίχημα της Δύσης για τη Δημοκρατία. Αν εμείς καταρρεύσουμε ως δημοκρατία, μετά από μας δυστυχώς θ΄ακολουθήσουν κι άλλοι...

Και ο Θεός; Θα μας σώσει;

       Ο Θεός δεν είναι τίποτα παραπάνω και τίποτε λιγότερο από την Ελπίδα «προσωποποιημένη». Την αυτο-ελπίδα για την ακρίβεια. Αν πιστεύεις στην ελπίδα, αυτομάτως πιστεύεις και στο Θεό. Προσωπικά πιστεύω. Και στα δύο...


Πιστεύετε δηλαδή πως όλα αυτά μπορεί να τελειώσουν «αν βάλει ο Θεός το χέρι του»;

Αν δεν το πίστευα δεν θα είχα κανέναν λόγο να ζω και να μιλάμε αυτή τη στιγμή.

Ένα τελευταίο, αισιόδοξο μήνυμα στους αναγνώστες του D.D., καθώς και σε όλους τους fans που σας ακολουθούν εδώ και χρόνια;

       Εύχομαι να μην έχω fans. Απλά μόνο φίλους! (Γέλια) 
Το  μήνυμα λοιπόν είναι ένα σύνθημα που έχω σκεφτεί εδώ και καιρό: «Θάνατος στις πισίνες, ζήτω η θάλασσα!»


Που σημαίνει;

Κάτω το «εγώ» , ζήτω στο «εμείς!»...